- δικαιοδόχος
- ο, ηαυτός στον οποίο μεταβιβάστηκαν τα δικαιώματα άλλου: Διαχειρίζεται την περιουσία ως δικαιοδόχος του πατέρα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικαιοδόχος — ο αυτός που αποδέχθηκε ή κληρονόμησε δικαιώματα άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + δοχος < δέχομαι Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
Γουόλτον, Σάμουελ Μουρ — (Samuel Moore Walton, Κίνγκφισερ, Οκλαχόμα 1918 – 1992). Αμερικανός επιχειρηματίας. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Μισούρι και το 1945 άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στο Νιούπορτ του Αρκάνσας, ως δικαιοδόχος για την αλυσίδα καταστημάτων… … Dictionary of Greek